- μπισκότο
- biscuit
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μπισκότο — το (Μ μπισκόττιν) είδος ξηροψημένου τραγανού πλακουντίου, γλυκού ή αλμυρού, που παρασκευάζεται με αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη, αβγά κ.ά. υλικά μσν. παξιμάδι, γαλέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bis cotto «αυτό που έχει ψηθεί δύο φορές διπλοψημένο»] … Dictionary of Greek
μπισκότο — το (λ. ιταλ.), είδος ξεροψημένου γλυκίσματος που φτιάχνεται με αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βούτηγμα — και βούτημα, το [βουτώ] 1. καταβύθιση, εμβάπτιση 2. συνεκδ. το εμβαπτιζόμενο στο ρόφημα κουλούρι, μπισκότο κ.λπ. 3. βουτιά, μακροβούτι 4. φρ. «το βούτημα του ήλιου» η δύση 5. βίαιη αρπαγή κάποιου πράγματος 6. δόλια υπεξαίρεση, κλοπή 7. ξαφνικό… … Dictionary of Greek
χωνάκι — το, Ν [χωνί] 1. υποκορ. μικρό χωνί 2. (με ή χωρίς τη λ. παγωτό) παγωτό που σερβίρεται σε μπισκότο το οποίο έχει σχήμα μικρού χωνιού 3. βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών … Dictionary of Greek
γριτσανίζω — γριτσάνισα 1. μτβ., τρώω κάτι τραγανιστό, ροκανίζω: Το παιδί γριτσάνιζε ένα μπισκότο. 2. αμτβ., τρίζω: Το παξιμάδι γριτσανίζει καθώς το τρώμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)